νήεσσι

νήεσσι
νῆες, νήεσσι: see νηῦς.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νήεσσι — ναῦς ship fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήεσσ' — νήεσσι , ναῦς ship fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαλός — δαλός, ο (Α) 1. κομμάτι φλεγόμενου ξύλου, δαυλός 2. πυρσός 3. κεραυνός («ὅτε μὴ αὐτός γε Κρονίων ἐμβάλοι αἰθόμενον δαλὸν νήεσσι θοῇσιν») 4. είδος μετεώρου 5. (για ηλικιωμένους) καμένος πυρσός, εξαντλημένος γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαF ελός <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”